- Ροστόφ επί του Δον
- (Ροστόφ να Ντόνου ρωσικά). Πόλη της Ρωσίας στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ροστώφ (100.800 τ. χλμ.). Σπουδαίος σιδηροδρομικός κόμβος, είναι ποτάμιο λιμάνι στη δεξιά όχθη του Δον, λίγο πιο πάνω από τις. εκβολές του στον κόλπο Ταγκανρόγκ (Αζοφική θάλασσα).
To Ρ., που ιδρύθηκε το 1761 αρχικά ως μικρό οχυρό λιμάνι, έγινε ύστερα εμπορικό και λιμενικό κέντρο και το 1797 αναγνωρίστηκε ως πόλη. Το 1869 συνδέθηκε με τη Μόσχα με σιδηροδρομική γραμμή και αναδείχτηκε ταχύτατα ως οικονομικό κέντρο εξαιρετικά σημαντικό.
Ύπήρξε θέατρο των εργατικών κινημάτων του 1905 και ταραχών κατά τη Ρωσική Επανάσταση και υπέστη βαρύτατες καταστροφές από τους Γερμανούς κατά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Η πόλη, που προήλθε από την ένωση της παλιάς Ρ. και της πόλης Ναχιτσεβάν, η οποία ιδρύθηκε το 1780, έχει ευρείες λεωφόρους, πλατείες και ωραία πάρκα και διατηρεί στο Κρεμλίνο αξιόλογα κτίρια και ναούς. Είναι έδρα διάφορων επιστημονικών ιδρυμάτων (ιατρικών, οικονομικών, παιδαγωγικών) και διάφορων σχολών, βιβλιοθηκών και ενός μουσείου τέχνης. Το Ρ. διεξάγει ζωηρό εμπόριο στον Δον (προπάντων δημητριακών και κάρβουνων) και παρουσιάζει σημαντική βιομηχανική δραστηριότητα (τομείς μεταλλουργίας, μεταλλομηχανουργίας, ναυτιλιακών ειδών, ειδών διατροφής, βυρσοδεψίας, καπνού, χαρτοποιίας, επιπλοποιίας και σαπωνοποιίας).
Ροστόφ επί του Δον: ο ναός του Αγίου Ιωάννου του θεολόγου και το κωδωνοστάσιο της μητρόπολης (17ος αιώνας) κατά μήκος των δυτικών τειχών του Κρεμλίνου.
Dictionary of Greek. 2013.